περιπαθεῖς

περιπαθεῖς
περιπαθέω
to be in a state of violent emotion
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
περιπαθής
deeply moved
masc/fem acc pl
περιπαθής
deeply moved
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μόσκος — Επώνυμο Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι ειδικεύονταν στην αγιογραφία. 1. Ηλίας (; – Ζάκυνθος 1682). Καταγόταν από το Ρέθυμνο, αλλά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στη Ζάκυνθο. Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που είχαν περισυλλέγει από το κατεστραμμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”